- ψοφώ
- ψοφῶ, -έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν(αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.)νεοελλ.1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει για κουτσομπολιό»)β) (μτθ.) κουράζω, ταλαιπωρώ («τόν ψόφησε στη γυμναστική»)2. φρ. «που να ψοφήσεις σαν σκύλος»(ως κατάρα) να πεθάνεις και να μην ενδιαφερθεί κανένας για σένα3. παροιμ. α) «ψόφησε το βόδι μας, πάει η κολληγιά μας» — όταν εκλείψει η κοινότητα συμφερόντων μεταξύ ανθρώπων, παύει να υπάρχει κάθε φιλικός ή άλλος δεσμός τουςβ) «ο νέος από τη λεβεντιά ψοφάει τής κρυάδας» — δηλώνει ότι ζημιώνονται πολύ όσοι προβάλλουν τον εαυτό τους, όσοι επιδεικνύονταινεοελλ.-μσν.1. (κυρίως για ζώα) παύω να ζω, ξεψυχώ (α. «μαθαίνοντας απ' τα παιδιά τής γειτονιάς πως ο γάτος του ψόφησεν», Παπαντ.β. «ἐψόφησαν γὰρ τὰ φαρία, οἱ καβαλλάροι ἐπέσαν», Χρον. Μορ.)2. (αμτβ.) (για πρόσ.) κατέχομαι από μεγάλη εξάντληση, είμαι εξαντλημένοςαρχ.1. παράγω θόρυβο2. (ιδίως) θορυβώ λίγο3. (αμτβ.) (για πόρτα) κάνω κρότο4. (σχετικά με αλυσίδα) κροταλίζω5. πιθ. μαστιγώνω6. φρ. «ψοφῶ τὴν θύραν» — χτυπώ την πόρτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψοφῶ < ψόφος* (Ι) «θόρυβος, κρότος». Το ρ. ψοφώ, ωστόσο, ήδη από τη Μεσαιωνική Ελληνική σημείωσε σημαντική σημασιολογική εξέλιξη και χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική με σημ. «πεθαίνω, ξεψυχώ» (πρβλ. ψόφος [II], ψόφιος, ψοφίμι, ψοφολογώ). Η δυσερμήνευτη αυτή σημασιολογική εξέλιξη, που πρέπει να οφείλεται σε μεταφορική χρήση τής αρχικής σημ. τού ρ., παρατηρείται και στη Γαλλική: claquer «κροτώ» αλλά και «πεθαίνω», crever «διαρρηγνύω με κρότο, εκβάλλω», «ταλαιπωρώ άλογο μέχρι θανάτου» και «πεθαίνω» (για ζώο)].
Dictionary of Greek. 2013.